ράρος

ράρος
ὁ, Α
1. η γαστήρ, η κοιλιά
2. το έμβρυο
3. το βρέφος που γεννήθηκε πρόωρα
4. ο ισχυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. που απαντά μόνο στους γραμματικούς. Ο τ. εμφανίζει ψιλή ως αιολικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ῤάρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Rharvs — RHARVS, i, Gr. Ῥάρος, ου, ein Sohn des Kranaus. Hesych. in Κραναοῦ, p. 557. & Salmas. ad ill. in Ῥάρος. Er war, nach einigen, des Celeus Vater, und Triptolems Großvater; Suid. in Ῥαριὰς, Tom. III. p. 252. nach andern aber so gleich Triptolems… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • ράριον — τὸ, Α [ῤάρος] υποκορ. τού ῤάρος* …   Dictionary of Greek

  • Ράριον — τὸ, Α [‘Ρᾱρος] (ενν. πεδίον) η πεδιάδα τής Ελευσίνας, το πεδίον τού Ράρου, τού πατέρα τού Τριπτολέμου …   Dictionary of Greek

  • ραρία — ἡ, Α [ Ρᾱρος] (ενν. γῆ) το Ράριον* πεδίον …   Dictionary of Greek

  • Κουμουνδούρου, λίμνη — Μικρή λίμνη (0,6 τ. χλμ.) της Αττικής, μετά το Δαφνί, στον δρόμο προς την Ελευσίνα. Τη σημερινή ονομασία της οφείλει στο γειτονικό με αυτήν κτήμα, που παλαιότερα ανήκε στον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο. Στην αρχαιότητα ονομαζόταν Ρειτοί, από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”